- ανοσιουργώ
- -ησα, κάνω έργα ανόσια, ανίερα: Οι ναζιστές ανοσιούργησαν στον τελευταίο πόλεμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανοσιουργώ — ανοσιουργώ, ανοσιούργησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανοσιουργώ — (AM ἀνοσιουργῶ, έω) κάνω ανόσιες πράξεις … Dictionary of Greek
ἀνοσιουργῷ — ἀνοσιουργός acting impiously masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιεροσυλώ — (Α ἱεροσυλῶ, έω) [ιερόσυλος] διαπράττω ιεροσυλία, κλέβω ιερά αντικείμενα από ναό, λεηλατώ ναό νεοελλ. ανοσιουργώ, βεβηλώνω, διαπράττω ασέβεια σε πρόσωπα ή πράγματα ιερά αρχ. φρ. α) «ἱεροσυλῶ τοὺς θεούς» ληστεύω αυτά που ανήκουν στους θεούς β)… … Dictionary of Greek